οδοντοφυώ

οδοντοφυώ
(Α ὀδοντοφυῶ, -έω)
(για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῑν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φυῶ (< -φυής < φύομαι), πρβλ. τριχο-φυώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οδοντοφυώ — αποκτώ δόντια, βγάζω τα πρώτα δόντια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντοφυΐα — η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) [οδοντοφυώ] η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες τού νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις (μσν. αρχ.) 1. η οδοντοστοιχία 2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία τής έκφυσης τών… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοφύησις — ὀδοντοφύησις, ἡ (Α) [οδοντοφυώ] η οδοντοφυΐα …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”